τένις

τένις
το
άκλ. (λ. αγγλ.), παιχνίδι που το παίζουν δύο παίχτες με ρακέτες και με μικρή μπάλα, αντισφαίριση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Τένις, Φερδινάνδος — (Taenis, 1855 – ;). Γερμανός κοινωνιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας, εθνικής οικονομίας και στατιστικής στο Κίελο. Διακρίνει την κοινότητα, την οποία θεωρεί τον αρχικό, οργανικό τύπο συνδέσμου των ανθρώπων, από την κοινωνία, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • λόουν-τένις — το τένις που παίζεται σε γήπεδο με γρασίδι …   Dictionary of Greek

  • Λακόστ, Ρενέ — (René Lacoste, Παρίσι 1904 – 1996). Γάλλος τενίστας και επιχειρηματίας. Από τα πρώτα κιόλας βήματα της αθλητικής του καριέρας πέτυχε σημαντικές νίκες, ενισχύοντας τη θέση της χώρας του στα τουρνουά τένις που διεξάγονταν στη δεκαετία του 1920. Οι… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • πινγκ-πονγκ — (ήεπιτραπέζιο τένις). Παιχνίδι που παίζεται από 2 ή 4 παίκτες ανά ζεύγη, που χρησιμοποιούν για χώρο παιγνιδιού ένα τραπέζι, και ακολουθεί, με μικρές μεταβολές, όλους τους κανονισμούς τους τένις. Το τραπέζι έχει κανονικά πράσινο χρώμα με άσπρο… …   Dictionary of Greek

  • τενίστας — ο, θηλ. τενίστρια, Ν παίκτης τού τένις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένις + ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Ένροου, Τζον — (John Patrick McEnroe, Jr., Βισμπάντεν, Γερμανία 1959 –). Αμερικανός αθλητής της αντισφαίρισης (τένις). Γεννήθηκε στην πρώην Δυτική Γερμανία, καθώς ο πατέρας του υπηρετούσε στη βάση που είχε εκεί η πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ. Αριστερόχειρας και… …   Dictionary of Greek

  • αντισφαίριση — η 1. το τένις 2. «επιτραπέζια αντισφαίριση» το πινγκ πονγκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”